-
1 ερέθισμα
-
2 ἐρέθισμα
-
3 ἐρέθισμα
-
4 ερεθισμα
- ατος τό побудительное средство, возбуждениеχορῶν ἐρεθίσματα Arph. — взаимное перекликание или перепляс хоров
-
5 ἐρέθισμα
ἐρέθισμα, τό, Reizung, Anreizung, εὐκελάδων χορὠν ἐρεϑίσματα, entweder reizende Chöre, od. mit Droysen »kämpfender Chöre Gesangeslust«; συμποσίων, der Reiz der Gastmähler, heißt Anakreon; die Herausforderung -
6 ερέθισμα
τό1) физиол, (однократное) раздражение; 2) см. ερεθισμός 2, 4, 6 -
7 ἐρέθισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρέθισμα
-
8 δι-ερέθισμα
δι-ερέθισμα, τό, Anreizung, App. B. C. 5, 53.
-
9 gıcık
ερέθισμα συο λαιμο -
10 раздражение
-
11 карбункул
1. мин. ο γρανάτης 2. мед. ο ψευδάνθρακας, ο καλόγεροςτο πυώδες ερέθισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > карбункул
-
12 раздражение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздражение
-
13 раздражитель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздражитель
-
14 раздражение
раздраж||ениес1. (состояние) ὁ ἐρεθισμός/ ὁ θυμός, ἡ φούρκα (гнев, досада)/ ὁ ἐκνευρισμός, ἡ διέγερση [-ις] (возбуждение):говорить с \раздражениеением μιλώ ἐκνευρισμένα· в \раздражениеении ἐκνευρισμένος·2. физиол. (действие) ὁ ἐρεθισμός, τό ἐρέθισμα:вылыва́ть \раздражение кожи προξενώ ἐρεθισμό τοῦ δέρματος. -
15 ερεθίσμασι
-
16 ἐρεθίσμασι
-
17 ερεθίσμασιν
-
18 ἐρεθίσμασιν
-
19 ερεθίσματα
-
20 ἐρεθίσματα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐρέθισμα — provocation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέθισμα — Στην επιστημονική γλώσσα της φυσιολογίας ή της ψυχολογίας υποδηλώνει κάθε γεγονός φυσικό ή χημικό, εσωτερικό ή εξωτερικό προς τον οργανισμό, ικανό να θέσει σε κίνηση έναν αντιληπτικό μηχανισμό. Ενώ όμως για τον φυσιολόγο το ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἐρεθίσμασι — ἐρέθισμα provocation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθίσμασιν — ἐρέθισμα provocation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθίσματα — ἐρέθισμα provocation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρεθίσματος — ἐρέθισμα provocation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
αισθητήρια όργανα — Όργανα που επιτρέπουν στους ζωικούς οργανισμούς να παίρνουν πληροφορίες από το περιβάλλον τους. Στα κατώτερα ζώα (πρωτόζωα) συναντάμε διάχυτη ευαισθησία, ενώ στα ανώτερα η λήψη των πληροφοριών γίνεται με τη βοήθεια διαφοροποιημένων αισθητηρίων… … Dictionary of Greek
παραβίωση — Αντίδραση φάσης του ζωντανού ιστού σε ερέθισμα ορισμένης διάρκειας και ισχύος, με το οποίο καταστέλλονται παροδικά η ερεθιστικότητα, η αγωγιμότητα και οι φυσιολογικές διεργασίες διέγερσης του ιστού. Το φαινόμενο της π. επιδείχθηκε το 1901 από τον … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek